- υστερεκτομή
- ηαφαίρεση της μήτρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερεκτομή — η, Ν 1. ιατρ. υφολική, ολική ή ριζική εξαίρεση τής μήτρας από την κοιλιακή ή από την κολπική οδό 2. (κτην.) χειρουργική επέμβαση που συνίσταται σε αποκοπή τής μήτρας οικόσιτων σαρκοφάγων ζώων ως αγωγή τής συλλογής πύου στο όργανο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μυωμεκτομή — η ιατρ. η χειρουργική αφαίρεση ενός μυώματος και κυρίως ινομυώματος τής μήτρας, χωρίς υστερεκτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myomectomy < μύωμα + εκτομή] … Dictionary of Greek
υστέρα — η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α 1. μήτρα 2. συνεκδ. η κοιλιά αρχ. (για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ.… … Dictionary of Greek
υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… … Dictionary of Greek
ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές … Dictionary of Greek